- συνεπιμελούμαι
- -έομαι, και συνεπιμέλομαι Α [ἐπιμελοῡμαι / ἐπιμέλομαι]φροντίζω κάτι από κοινού με κάποιον άλλο («συνεπιμελῆται μεθ' ἡμῶν ἁπάντων ὧν προσῆκεν», Δημοσθ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συνεπιμέλεια — ἡ, Μ [συνεπιμελοῡμαι] η από κοινού επιμέλεια … Dictionary of Greek
συνεπιμελητής — ὁ, Α [συνεπιμελοῡμαι] συνεργάτης τού επιμελητή, αυτός που από κοινού με άλλον φροντίζει κάποιον ή κάτι … Dictionary of Greek